γυμνόκαυλος

γυμνόκαυλος
-ο
(για φυτά) αυτός που έχει γυμνό καυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + καυλός «βλαστός». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”